- εικοστολογος
- εἰκοστολόγοςεἰκοστο-λόγοςὅ сборщик 5% налога Arph.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
εικοστολόγος — εἰκοστολόγος, ο (Α) τελώνης που εισπράττει την εικοστή … Dictionary of Greek
εἰκοστολόγος — one who collects the twentieth masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰκοστολόγοι — εἰκοστολόγος one who collects the twentieth masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰκοστολόγον — εἰκοστολόγος one who collects the twentieth masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰκοστολόγους — εἰκοστολόγος one who collects the twentieth masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)